κλεισουρότοπος

κλεισουρότοπος
κλεισουρότοπος, ὁ (Μ)
τόπος στον οποίο υπάρχει κλεισούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεισούρα + -τοπος (< τόπος), πρβλ. βραχό-τοπος, παιδό-τοπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”